Κείμενο
📄 Lorem Ipsum
📝 Τι είναι το Lorem Ipsum;
Το Lorem Ipsum είναι ένα κείμενο που χρησιμοποιείται ευρέως στη γραφιστική και την εκτύπωση για να γεμίσει χώρο και να δείξει πώς θα φαίνεται ένα έγγραφο ή μια ιστοσελίδα με περιεχόμενο.
Lorem Ipsum
🔍 Λίγη ιστορία
Το Lorem Ipsum έχει τις ρίζες του σε ένα κλασικό λατινικό κείμενο από το 45 π.Χ. και έχει χρησιμοποιηθεί εδώ και αιώνες. Πιστεύεται ότι προέρχεται από ένα έργο του με τίτλο "de Finibus Bonorum et Malorum" (Τα όρια του καλού και του κακού).
📜 Το πλήρες κείμενο
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit, sed do eiusmod tempor incididunt ut labore et dolore magna aliqua. Ut enim ad minim veniam, quis nostrud exercitation ullamco laboris nisi ut aliquip ex ea commodo consequat. Duis aute irure dolor in reprehenderit in voluptate velit esse cillum dolore eu fugiat nulla pariatur. Excepteur sint occaecat cupidatat non proident, sunt in culpa qui officia deserunt mollit anim id est laborum.
Phasellus imperdiet, nulla et dictum interdum, nisi lorem egestas odio, vitae scelerisque enim ligula venenatis dolor. Maecenas nisl est, ultrices nec congue eget, auctor vitae massa. Fusce luctus vestibulum augue ut aliquet. Nunc sagittis dictum nisi, sed ullamcorper ipsum dignissim ac. In at libero sed nunc venenatis imperdiet sed ornare turpis. Donec vitae dui eget tellus gravida venenatis. Integer fringilla congue eros non fermentum. Sed dapibus pulvinar nibh tempor porta. Cras ac leo purus. Mauris quis diam velit.
Προσοχή
🛠️ Χρήσεις του Lorem Ipsum
- Γραφιστική: Για να γεμίσει χώρο σε μακέτες και σχέδια.
- Εκτύπωση: Για να δείξει πώς θα φαίνεται το τελικό έντυπο.
- : Για να παρουσιάσει το layout μιας ιστοσελίδας.
🤔 Γιατί χρησιμοποιείται;
Το Lorem Ipsum χρησιμοποιείται επειδή έχει μια φυσιολογική κατανομή γραμμάτων και μοιάζει περισσότερο με πραγματικό κείμενο από ό,τι η απλή επανάληψη "Εδώ είναι το κείμενο, εδώ είναι το κείμενο". Αυτό βοηθά τους σχεδιαστές να επικεντρωθούν στο οπτικό αποτέλεσμα χωρίς να αποσπάται η προσοχή τους από το περιεχόμενο.
🌟 Συνοπτικά
- Χρησιμότητα: Βοηθά τους σχεδιαστές να δουν πώς θα φαίνεται το κείμενο στο τελικό προϊόν.
- Ιστορία: Προέρχεται από κλασικό λατινικό κείμενο.
- Χρήσεις: Σε γραφιστική, εκτύπωση και web design.
Πηγές
Τώρα ξέρετε τι είναι το Lorem Ipsum και γιατί είναι τόσο διαδεδομένο! 🌐✍️
Κλειδωμένο μάθημα
# Το άγαλμα που κρύωνε Το μικρό μαρμάρινο αγόρι, το άγαλμα, άφησε σαν προσφυγάκι την πατρίδα του στη Μικρασία και στεγάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Από τότε κρύωνε ολοένα, γιατί <Tooltip><TooltipTrigger>νοσταλγούσε</TooltipTrigger><TooltipContent>Αισθανόταν βαθιά επιθυμία να επιστρέψει στην πατρίδα του.</TooltipContent></Tooltip> αθεράπευτα την πατρίδα του στην αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν όμως όταν θα βρει δυο φίλους καρδιάς, την κυρία Γαλάτεια, την <Tooltip><TooltipTrigger>καθαρίστρια</TooltipTrigger><TooltipContent>Η γυναίκα που φροντίζει την καθαριότητα του μουσείου.</TooltipContent></Tooltip> του Μουσείου, και τον μικρό Λάμπη, τον γιο του <Tooltip><TooltipTrigger>νυχτοφύλακα</TooltipTrigger><TooltipContent>Ο υπάλληλος που φυλάσσει το μουσείο τη νύχτα.</TooltipContent></Tooltip>. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν μ’ ένα παράξενο όνειρο. Απ’ τ’ όνειρο θα φτερουγίσει στο Μουσείο ένα μεγάλο γαλάζιο πουλί που θα τους ταξιδέψει μια νύχτα με πανσέληνο στις χαμένες πατρίδες, στη Μικρασία. Την τελευταία νύχτα εκείνου του Οκτώβρη ήρθε κι ο Λάμπης, ο μικρός γιος του νυχτοφύλακα. Πολύ το ’χε μεράκι ο Λάμπης να γινόταν <Tooltip><TooltipTrigger>γλύπτης</TooltipTrigger><TooltipContent>Καλλιτέχνης που σμιλεύει αγάλματα.</TooltipContent></Tooltip> όταν θα μεγάλωνε. Να σκάλιζε, λέει, κι αυτός στο μάρμαρο αγάλματα σαν κι εκείνα στο μεγάλο μουσείο της Αθήνας. Τι όμορφα που είναι τα αρχαία αγάλματα! Και λαχταρούσε ο Λάμπης να τ’ ακουμπήσει με το χέρι του, να τα χαϊδέψει. Όμως όλο «μη» και «μη» τού έλεγαν, «απαγορεύεται να τ’ αγγίξεις». Μα το ένιωθε εκείνος πως τ’ αρχαία αγάλματα αποζητούσανε αγγίγματα σαν το δικό του. Κι αφού τη μέρα οι φύλακες είχαν τα μάτια τετρακόσια, άλλη λύση δεν έμενε: παρακαλούσε τον πατέρα του μήνες και μήνες, «πάρε με μαζί σου μια νύχτα στο μουσείο, πάρε με, πατέρα. Να γίνω γλύπτης θέλω, πατέρα». Μια, δυο, τρεις, δέκα, απ’ τα πολλά τα παρακάλια τελικά του ’κανε το χατίρι. Σαν μελένιο όνειρο ήταν, και πιο πολύ ακόμη… Μπερδεύτηκε ο Λάμπης μέσα σε πλήθος αγάλματα που σεριανούσαν στις αίθουσες του μουσείου, αργά, νωχελικά, λες κι είχαν μόλις βγει από βαθύ λήθαργο. Γυναίκες και παιδιά και άντρες και θεοί, όλοι ανάκατα, στο βελουδένιο μισοσκόταδο. Κι ανάμεσά τους να φυσάει, θαρρείς, ένα απαλό αεράκι. Δεν πίστευε στα μάτια του ο Λάμπης. «Κοίτα να δεις… Καλά μού το ’λεγε ο πατέρας… τις νύχτες ζωντανεύουν τ’ αγάλματα!» Κι είδε περήφανους θεούς να υποκλίνονται ταπεινά σε ανθρώπους που μοιάζανε θεοί, και παιδιά να ’χουν πάρει στο κατόπι θεούς κρατώντας τους απ’ το μακρύ τους ρούχο. Και κοπελιές είδε σαν τα κρύα νερά να προχωρούν ζευγαρωτά με νεαρούς πανέμορφους. Είδε και μοναχικά αγάλματα να στέκονται απόμερα στη γωνιά κι άλλα μαζεμένα σε παρέες να συζητούν, χωρίς όμως ν’ ακούγεται μιλιά. Έστησε αυτί ο Λάμπης μήπως και πιάσει καμιά λέξη. Μα τίποτα. Ξαφνικά, μες στη σιωπή των αγαλμάτων, άκουσε ο Λάμπης μια λεπτή φωνίτσα: – Έι, ψιτ. Σε σένα μιλάω… Από το βάθος της αίθουσας ερχόταν η φωνή. Τράβηξε κατά κει και μόνο τότε πρόσεξε ένα μικρό αγόρι να στέκεται ακίνητο, σφιχτοτυλιγμένο στην κάπα του, μ’ ένα σκυλάκι αγκαλιά. Το άγαλμα κρύωνε πολύ, όχι απ’ το κρύο, όχι. Ο λόγος ήταν άλλος, πιο βαθύς. Νοσταλγούσε αθεράπευτα τη μακρινή πατρίδα του στη Μικρασία, στην άλλη, την αντίπερα όχθη του Αιγαίου. – Σίγουρα είσαι ο Λάμπης εσύ! – Ναι, ο Λάμπης είμαι, ο γιος του νυχτοφύλακα. Μα τ’ όνομά μου πού το ξέρεις; – Σε περίμενα. Είχε δίκιο το γαλάζιο πουλί πως θα ’ρχόσουν. Ήρθες! Καλώς ήρθες! – Το γαλάζιο πουλί; Ποιο πουλί; έκανε διπλά απορημένος ο Λάμπης. Και του τα εξήγησε όλα το μικρό προσφυγάκι. Για το γαλάζιο πουλί του ’πε που βγάζει αληθινές τις πιο τρελές επιθυμίες. Του ’πε για την πατρίδα του στη Μικρασία. Και για την κυρία Γαλάτεια του ’πε, που είναι κι αυτή προσφυγοπούλα κι είναι τα μάτια της σαν τα νερά του Αιγαίου. – Σ’ έβλεπα τόση ώρα, Λάμπη, ν’ αγγίζεις τ’ αγάλματα. – Ναι. Μια μέρα θέλω να γίνω γλύπτης, προσφυγάκι μου, γι’ αυτό. – Έλα, ακούμπησε κι εμένα, χάιδεψέ με. – Αλήθεια το λες; Μπορώ; Το θέλεις; έκανε ο Λάμπης και το ’σφιξε όλο πεθυμιά στην αγκαλιά του. Κι αφού χόρτασε χάδια το μικρό προσφυγάκι, είπε: – Να παίξουμε τώρα, Λάμπη; – Ναι, να παίξουμε. Πρώτη φορά θα παίξω με άγαλμα! Κι έπαιξαν τρίλιζα, κι έπαιξαν αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα, κι ύστερα κρυφτό. Είχε και μπίλιες πολύχρωμες στην τσέπη του ο Λάμπης και μια σβούρα ξύλινη. Έπαιξαν μπίλιες, έπαιξαν και σβούρα. Κι αφού χόρτασε παιχνίδι το μικρό προσφυγάκι, είπε: – Ξέρεις παραμύθια, Λάμπη; Πολύ μ’ αρέσουνε τα παραμύθια . – Ξέρω… Μια φορά κι έναν καιρό… Εκείνη τη νύχτα έγινε τρισευτυχισμένο το μικρό άγαλμα που κρύωνε. > Χρήστος Μπουλώτης, *Το άγαλμα που κρύωνε*, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2003 (διασκευή)