Λογότυπο ήδη-έτερον

Μαντώ Μαυρογένους 🌟

Στις αρχές του Μαΐου του 1821, τέσσερα πλοία βρίσκονταν στο λιμάνι της Μυκόνου. Περίμεναν τη διαταγή να ανοίξουν πανιά για την Τήνο, όπου είχε αποφασιστεί η συγκέντρωση του στόλου του Αιγαίου με αρχηγό τον Τομπάζη. Την ημέρα της αναχώρησης, η Μύκονος έμοιαζε με πόλη που πανηγύριζε. Όλος ο κόσμος είχε κατακλύσει τον χώρο του λιμανιού, που ήταν καταστόλιστο με σημαίες και αψίδες από κλαδιά δάφνης και μυρτιάς. Στο κέντρο του, παλικάρια και κοπέλες είχαν πιαστεί σε χορό, που τον συνόδευαν τραγούδια και πυροβολισμοί. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και οι παπάδες, τριγυρισμένοι από ψαλτάδες και εξαπτέρυγα, έκαναν δεήσεις και ευλογούσαν τα πληρώματα. Ξάφνου, στην πρόχειρη εξέδρα που είχε στηθεί για τους επισήμους, μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα ξεχώρισε και προχώρησε μπροστά. Μονομιάς σταμάτησαν και βουβάθηκαν όλοι και ένας ομαδικός ψίθυρος άρχισε να σέρνεται ανάμεσα στο πλήθος: «Η Μαντώ! Η Μαντώ!…».

Ντυμένη στα ολόλευκα, η Μαντώ, κρατώντας στο ένα της χέρι μια μικρή σημαία και στο άλλο ένα μπουκέτο λουλούδια, γύρισε πρώτα κατά τους συγκεντρωμένους και τους χαιρέτησε με μια βαθιά υπόκλιση. Στη στιγμή ακούστηκε ο αντιχαιρετισμός με μια θύελλα από ζητωκραυγές και λογής επευφημίες.

Ύστερα εκείνη, απευθυνόμενη στους πολεμιστές μέσα στα πλοία, σήκωσε ψηλά τη σημαία και με τη μελωδική της φωνή είπε δυνατά:

Λεβέντες της Μυκόνου! Η Πατρίδα αγωνίζεται και σας καλεί να τη βοηθήσετε. Ανταποκριθείτε στη μεγάλη τιμή που σας γίνεται και φανείτε άξιοι των Σαλαμινομάχων προγόνων μας. Δώστε μας τη χαρά και την περηφάνια ότι και τα δικά μας παλικάρια είναι σαν εκείνα που πολεμούν αυτή την ώρα τον εχθρό. Σας κατευοδώνουμε και σας περιμένουμε νικητές. Ελευθερία ή θάνατος! Εμπρός!

Τελειώνοντας έριξε στη θάλασσα την ανθοδέσμη που κρατούσε και μαζί με τους πρόκριτους κατευθύνθηκε προς το αρχοντικό της, όπου είχε προγραμματιστεί μαζί τους μια νέα σύσκεψη. Το θέμα που θα συζητούσαν ήταν η ασφάλεια του νησιού. Αυτό όμως απαιτούσε μεγάλα χρηματικά ποσά, που η εξοικονόμησή τους φαινόταν δύσκολη. Στέκονταν όλοι σκεφτικοί και αμήχανοι, μέχρι τη στιγμή που σηκώθηκε η Μαντώ για να δώσει λύση στο πρόβλημα και να καταπλήξει όλους λέγοντας:

Πατριώτες! Μπήκα στην Επανάσταση αποφασισμένη να της δώσω ό,τι έχω. Ξέρετε πως είμαι πλούσια. Σας δηλώνω λοιπόν ότι από σήμερα τα πλούτη μου δεν είναι δικά μου. Είναι της Πατρίδας! Θα τα ξοδέψω όλα για την ελευθερία της. Κι όταν πια δε θα μου έχει μείνει τίποτε, θα πάω μ’ αυτούς που πολεμούν τον εχθρό να δώσω και τη ζωή μου!

Πήγε ύστερα αργά στο γραφείο της, τράβηξε ένα σακουλάκι γεμάτο χρυσά νομίσματα και το ακούμπησε μπροστά στους πρόκριτους.

Ορίστε, είπε. Πάρτε όσα χρειάζονται για τα έξοδα των φρουρών και στείλτε αμέσως ανθρώπους μ’ ένα καΐκι στον Πειραιά να αγοράσουν όπλα, που έμαθα πως έχουν φέρει πλοία από την Ευρώπη.

Οι πρόκριτοι έμειναν για λίγο άφωνοι και ακίνητοι, σαν να τους είχε χτυπήσει κεραυνός. Μόλις συνήλθαν, σηκώθηκαν και, χλωμοί από την έκπληξη και τη συγκίνηση, της έσφιξαν ένας ένας το χέρι.

Αρχηγός της φρουράς εσύ! της φώναξαν ύστερα μ’ ένα στόμα.

Σας ευχαριστώ, είπε εκείνη και έκλεισε τη σύσκεψη με τη φοβερή φράση: Και μην ξεχνάτε ότι τούτη η φωτιά που άναψε στο Αιγαίο δε θα σβήσει αν δεν κάψει ή τους τυράννους μας ή εμάς!…

Ο Ευκλείδης λειτουργεί μέσω τεχνητής νοημσύνης